- ευδιάφθορος
- εὐδιάφθορος, -ον (Α)1. αυτός που φθείρεται εύκολα2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. α-διάφθορος, πολυ-διάφθορος].
Dictionary of Greek. 2013.